- -τρο(ν)
- ΝΜΑεπίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου -τρον, όπως και τα επιθήματα αρσενικών -τρος και θηλυκών -τρᾱ, ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα tr- / τρ- τής ΙΕ κατάληξης *ter- (βλ. λ. -τήρας) με παρέκταση -ος, -α, -ον τής θεματικής κλίσης. Τα ουσ. σε -τρον συνδέονται, βέβαια, με τα αρσ. σε -τήρ (πρβλ. ἄροτρον: ἀροτήρ, κίνητρον: κινητήρ), αλλά παράγονται από τα αντίστοιχα ρήματα (πρβλ. πλῆκτρον < πλήττω, φίλτρον < φιλῶ). Ορισμένοι δυσερμήνευτοι τύποι, εξάλλου, που δεν είναι μεταρρηματικά παράγωγα, πρέπει να θεωρηθούν αναλογικοί σχηματισμοί (πρβλ. δέλετρον < δέλεαρ, δέπαστρον < δέπας, θέρετρο[ν] < θέρος, θύρετρον < θύρα). Το επίθημα -τρον απαντά και με τις μορφές -σ-τρον (πρβλ. ἄγκιστρον), κατ' αναλογία προς εκείνα που εμφανίζουν -σ- στο θέμα τους (πρβλ. στέγαστρον < στεγάζω), και -ε-τρον (πρβλ. θέρετρον), κατ' αναλογία προς εκείνα που ανάγονται σε δισύλλαβες ρίζες (πρβλ. τέρετρον). Ας σημειωθεί, τέλος, ότι τα ουδέτερα σε -τρον κατά κανόνα δεν είναι οξύτονα, εκτός τών ἀμυντρόν, δαιτρόν, λουτρόν.Το επίθημα -τρον χρησιμοποιείται για να δηλώσει αντικείμενα, όργανα και κυρίως εργαλεία, χρήση που ανάγεται ήδη στην ΙΕ (πρβλ. κέντρο[ν], μέτρο[ν], σήμαντρο[ν], φέρετρο[ν]: αρχ. ινδ. bharitram), ιατρικούς όρους (πρβλ. ἔμπλαστρο[ν], πίεστρο[ν]), αντιδάνειους τεχνικούς όρους (πρβλ. βήτατρο[ν], κύκλοτρο[ν]), καθώς και τον τόπο (πρβλ. θέατρο[ν]) ή ταυτόχρονα τον τόπο και τον τρόπο με κάποια αμφισημία (πρβλ. ἤνυστρο[ν] «είδος εδέσματος, στομάχι»). Χαρακτηριστική, εξάλλου, είναι η χρήση τού επιθήματος, κυρίως στον πληθυντικό, για να δηλώσει την τιμή, την αμοιβή και την ανταπόδοση, χρηματική ή ηθική (πρβλ. δίδακτρα, θρέπτρα, λύτρα, μήνυτρα). Ωστόσο, όπου η χρήση του συνέπιπτε με την χρήση τού επιθήματος -τήριον*, το επίθημα -τρον περιορίστηκε και εξαλείφθηκε (πρβλ. βακτήριον / βακτηρία: βάκτρον). Τέλος, δευτερεύουσα και μτγν. είναι η χρήση του με αφηρημένη έννοια (πρβλ. [τὰ] ἀνακάλυπτρα «ονομασία γιορτής», μνῆστρον «γάμος»). Παράλληλα με τα ουδέτερα σε -τρον απαντούν και αντίστοιχα θηλυκά σε -τρᾱ είτε με διαφοροποίηση ως προς τη σημ. (πρβλ. ἄκεστρον «φάρμακο»: ἀκέστρα «βελόνα») είτε χωρίς (πρβλ. πίστρον / πίστρα «ποτίστρα ζώων»).Το επίθημα -τρα χρησιμοποιήθηκε και ανεξάρτητα για τον σχηματισμό μεταρρηματικών παραγώγων που δηλώνουν, όπως και τα ουδέτερα σε -τρον, το μέσο, το όργανο (πρβλ. καλύπτρα, χύτρα), τον τόπο (πρβλ. ὀρχήστρα, παλαίστρα), ενώ μεμονωμένη είναι η περίπτωση τής λέξης ῥήτρα. Αξιοσημείωτο, εξάλλου, είναι το γεγονός ότι το θηλ. επίθημα -τρα, ενώ στην Αρχαία ήταν πιο αδύναμο σε σχέση με το ουδ. -τρον, στη Νέα Ελληνική απέκτησε μεγάλη παραγωγική δύναμη και χρησιμοποιήθηκε τόσο με τις αρχαῖες σημασίες όσο και για τον σχηματισμό θηλυκών ονομάτων που δηλώνουν τον δράστη ενέργειας αντί τής αρχαίας κατάληξη -τρία (πρβλ. προξενήτρα, τεχνίτρα). Τέλος, υπάρχουν και λίγα αρσενικά σε -τρος, που πρέπει να θεωρηθούν ως παράλληλοι θεματικοί τύποι παλαιότερων ουσιαστικών σε -τήρ (πρβλ. ἰατρός: ἰατήρ, μαστρός: μαστήρ), αλλά, τελικά, η χρήση και η παραγωγικότητα τού επιθήματος υποχώρησε έναντι τών αντίστοιχων -τήρ, -τωρ και -της.Παραδείγματα λ. σε -τρο(ν):άγκιστρο(ν), ανάκλιντρο(ν), άροτρο(ν), έλαστρο(ν), έλκυστρο(ν), έμπλαστρο(ν), ήλεκτρο(ν), θέατρο(ν), θέλγητρο(ν), θέρετρο(ν), κάνιστρο(ν), κάτοπτρο(ν), κέντρο(ν), κίνητρο(ν), κλείστρο(ν), κόμιστρο(ν), μάκτρο(ν), μέτρο(ν), πίεστρο(ν), πλήκτρο(ν), ρόπτρο(ν), σήμαντρο(ν), σκέπαστρο(ν), σκήπτρο(ν), στέγαστρο(ν), τέρετρο(ν), φέρετρο(ν), φίλτρο(ν), φίμωτρο(ν), φόβητρο(ν), χάρακτρο(ν)αρχ.άκεστρον, εκτίναστρον, ζύγαστρον, θέριστρον, κάλλυντρον, κόσμητρον, λέκτρον, μείλικτρον, μήνυτρον, νίπτρον, όφελτρον, σάρωτρον, σίγιστρον, τάρακτρον, ύφαντρον, φύλακτροννεοελλ.ασφάλιστρο, βήτατρο(ν), γόητρο, κύκλοτρο(ν), λείαντρο, σκίαστρο, στόχαστρο, φύτρο.Παραδείγματα λ. σε -τρα: διόπτρα, θερμάστρα, καλύπτρα, κρεμάστρα, ξύστρα, ορχήστρα, παλαίστρα, ποτίστρα, ρήτρα, υφάντρα, φαρέτρα, φύτρα, χύτρααρχ.ακέστρα, κάμπτρα, πίστρα, φλογίστρα, ψυκτρανεοελλ.απλώστρα, κουβαρίστρα, κουδουνίστρα, μοιρολογίστρα, μυγοσκοτώστρα, ξελογιάστρα, παρηγορήτρα, πιάστρα, πολεμίστρα, προδότρα, προξενήτρα, σφυρίχτρα, τεχνίτρα, χαλάστρα, χωρίστρα, ψεύτρα.
Dictionary of Greek. 2013.